ένηχος
From LSJ
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
Greek Monolingual
ἔνηχος, -ον (AM) ήχος
(για πρόσ.) γνώστης, έμπειρος, ειδήμων
μσν.
αυτός που φαίνεται πως ηχεί στη μνήμη ή στην ακοή, έχει καθαρό ακουστικό ερεθισμό, ο έναυλος
αρχ.
1. αυτός που παράγει ήχο, ψίθυρο, φλοίσβο («ἔνηχα ὕδατα», Φιλόστρ.)
2. (για πνευστά μουσικά όργανα) αυτός που ηχεί από μέσα (αντίθετο στο έγχορδος) («τὰ μὲν γὰρ ἔγχορδα, τὰ δὲ ἔνηχα κατεσκεύασται», Αθήν.).