διάστρεμμα

Revision as of 18:05, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

English (LSJ)

ατος, τό, A wrench, dislocation, Hp.Off.23.

Greek (Liddell-Scott)

διάστρεμμα: -ατος, τό, στρέβλωσις, ἐξάρθρωσις, Ἱππ. κατ᾽ Ἰητρ. 748.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. dislocación, desviación Hp.Mochl.37, Off.23, Prorrh.2.10, Gal.18(2).888.

Greek Monolingual

το (AM διάστρεμμα) διαστρέφω
βίαιη μετατόπιση οστού από άρθρωση, εξάρθρωση, στραμπούλισμα, βγάλσιμο («ἐν τοῑσι πλευροῑσι διαστρέμματα ἔχουσι»)
μσν.
διαφωνία

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάστρεμμα -ατος, τό [διαστρέφω] geneesk., dislocatie.