συναποκαλώ

Revision as of 18:49, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")

Greek Monolingual

-έω, Α
αποκαλώ επίσης («τὴν τοῦ ἀνθρώπου ψυχὴν δύναμιν συναποκαλῶν», Πλούτ.).

Greek Monolingual

-έω, Α
αποκαλώ επίσης («τὴν τοῦ ἀνθρώπου ψυχὴν δύναμιν συναποκαλῶν», Πλούτ.).