ἐκτειχισμός
English (LSJ)
ὁ, A fortification, Arr.An.6.20.1.
German (Pape)
[Seite 780] ὁ, Befestigung durch Mauern, Arr. An. 6, 20, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτειχισμός: ὁ, ἡ διὰ τειχῶν ὀχύρωσις, Ἀρρ. Ἀν. 6. 20, 2.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
fortificación, acción de fortificar τοῦ ναυστάθμου Arr.An.6.20.1.
Greek Monolingual
ἐκτειχισμός, ο (Α)
η πλήρης οχύρωση, ιδιαίτερα με τείχη («πρὸς τὸν ἐκτειχισμὸν τοῦ ναυστάθμου», για την πλήρη οχύρωση του ναυστάθμου
Αρριαν.).