(Α ζωοτοκῶ, -έω) ζωοτόκος
είμαι ζωοτόκος, γεννώ ζώντα, άρτια ζώα, αντίθ. ωοτοκώ
αρχ.
1. παρέχω ζωή, προικίζω με ζωή
2. (η μτχ. ουδ. στον πληθ.) τὰ ζωοτοκοῡντα
τα ζωοτόκα ζώα, αυτά που γεννούν ζώντα τα τέκνα τους
3. παθ. ζωοτοκοῦμαι, -έομαι
γεννιέμαι ζωντανός.