ὁσιῶ, -όω (Α) όσιος
1. κάνω κάποιον όσιο
2. απαλλάσσω κάποιον από ενοχή ή έγκλημα με εξιλαστήρια θυσία
3. κάνω εξιλέωση
4. μέσ. ὁσιοῦμαι, -όομαι
διατηρώ κάτι αγνό και αμόλυντο
5. παθ. εξαγνίζομαι
6. φρ. «ὁσιῶ (τινα) τῇ γῆ» — κηδεύω (κάποιον) από αίσθημα ευσέβειας.