ζωοτοκώ

Revision as of 20:05, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(Α ζωοτοκῶ, -έω) ζωοτόκος
είμαι ζωοτόκος, γεννώ ζώντα, άρτια ζώα, αντίθ. ωοτοκώ
αρχ.
1. παρέχω ζωή, προικίζω με ζωή
2. (η μτχ. ουδ. στον πληθ.) τὰ ζωοτοκοῦντα
τα ζωοτόκα ζώα, αυτά που γεννούν ζώντα τα τέκνα τους
3. παθ. ζωοτοκοῦμαι, -έομαι
γεννιέμαι ζωντανός.