φθονώ

Revision as of 20:26, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")

Greek Monolingual

φθονῶ, -έω, ΝΜΑ, και φτονώ και φτονάω Ν
κατέχομαι από φθόνο, είμαι ζηλόφθονος (α. «κάλλιο να σε φτονούν παρά να σέ ψυχοπονιούνται», παροιμ.
β. «οὐδὲ φθονοῡμεν ταῑς εὐπραγίαις αὐτῶν», Iσοκρ.)
αρχ.
1. λυπούμαι, δυσαρεστούμαι («φθονεῑς ἄπαις οὖσ', εἰ πατὴρ ἐξηῡρέ με», Ευρ.)
2. αρνούμαι κάτι από φθόνο ή από δυσμένεια («φθονήσας μήτ' ἀπ' οἰωνῶν φάτιν μήτ' εἴ τιν' ἄλλην μαντικῆς ἔχεις ὁδὸν», Σοφ.)
3. φρ. «φθονεῖν τινί τι» — το να αρνείται κανείς να παράσχει κάτι σε κάποιον (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φθονῶ αποτελεί είτε μετονοματικό παρ. του φθόνος είτε επιτ.-επαναληπτικό τ. ενεστώτα σχηματισμένο από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας φθέν- (βλ. λ. φθόνος), πρβλ. φορῶ: φέρω.