προύργου

Revision as of 08:40, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και προέργου Α
1. χρήσιμο, ωφέλιμο για την εκτέλεση ενός έργου ή ενός σκοπού (α. «μὴ πάλιν τις αὖ ἐλθὼν διακωλύσῃ τι τῶν προὔργου ποιεῖν», Αριστοφ.
β. «ἵνα προὔργου τι γένηται», Ισοκρ.)
2. (ως επίρρ.) χρήσιμα, καλά, με πρόσφορο τρόπο («ὡς δ' ἐσείδομεν προὔργου πεσόντα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. πρὸ ἔργου].