ὀνάριον, τὸ (Α) όνος1. μικρός όνος, γαιδουράκι2. είδωλο, συν. χάλκινο, μικρού όνου («τὸ ὀνάριον τὸ χαλκοῦν , εἰ ἐπωλεῑτο δραχμῶν κδ, ἔκτοτε ἂν ἔπεμψά σοι», πάπ.).