οἰκείωμα

Revision as of 12:13, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")

English (LSJ)

ατος, τό, in pl., A private or family affairs, Metrod.Fr.59. 2 affinity, πρός τι Str.6.2.3. 3 special feature, advantage, Epicur. Sent.Vat.41 (pl.), D.H.Rh.7.5.

German (Pape)

[Seite 299] τό, das Angeeignete, zum Freunde oder Verwandten Gewonnene, Verwandtschaft, D. Hal. rhet. 7, 5; übertr., τοιοῦτον ἔχειν τι οἰκείωμα πρὸς τὴν ἄμπελον τὴν Αἰτναίαν σποδόν, Strab. 6, 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκείωμα: τό, συγγένεια, σχέσις, πρός τι Στράβ. 269. 2) ἰδιορρυθμία, Διον. Ἁλ. Τέχν. Ρητορ. 7. 5.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 rapport de parenté ou d’amitié;
2 p. ext. rapport naturel, rapport de conformité.
Étymologie: οἰκειόω.

Greek Monolingual

οἰκείωμα, τὸ (Α) οικειώ
1. σχέση συνάφειας με κάτι, ωφέλιμη επίδραση, χρήσιμη σχέση («τοιοῦτον ἔχειν τι οἰκείωμα πρὸς τὴν ἄμπελον εἰκὸς τὴν Αἰτναίαν σποδόν», Στραβ.)
2. ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ιδιορρυθμία
3. στον πληθ. τὰ οἰκειώματα
οικογενειακή υπόθεση.

Greek Monotonic

οἰκείωμα: -ατος, τό, συγγένεια, φιλική σχέση, σε Στράβ.

Middle Liddell

οἰκείωμα, ατος, τό,
kindred, relationship, Strab.