ἀγωγαῖος

Revision as of 12:52, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, (ἀγωγή) A fit for leading by, of a dog's collar or leash, AP6.35 (Leon.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀγωγαῖος: -ον, (ἀγωγή) ἐπιτήδειος εἰς τὸ νὰ ἄγῃ τις δι’ αὐτοῦ, ἐπὶ τοῦ

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sert à conduire, à mener en laisse.
Étymologie: ἀγωγή.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]
1 bueno para llevar, guiar κυνάγχη AP 6.35 (Leon.), cf. Sud.
2 subst. τὰ ἀγωγαῖα sent. dud., prob. ritos de ingreso en una fratría SEG 19.580A.4 (Quíos IV/III a.C.).

Greek Monotonic

ἀγωγαῖος: -ον, κατάλληλος για οδήγηση ή καθοδήγηση, λέγεται για το περιλαίμιο σκύλου ή για τον ιμάντα, σε Ανθ.

Greek Monolingual

ἀγωγαῖος, -ον (Α) ἀγωγή
ο κατάλληλος για να οδηγεί κανείς με αυτόν κάποιον ή κάτι, όπως ο ιμάντας ή το περιλαίμιο.

Russian (Dvoretsky)

ἀγωγαῖος: служащий для вождения (κυνάγχη Anth.).

Middle Liddell


fit for leading by, of a dog's leash, Anth.