σαρκοφαγώ

Revision as of 13:00, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

σαρκοφαγῶ, -έω, ΝΑ σαρκοφάγος
είμαι σαρκοφάγος, τρώγω σάρκες
αρχ.
1. τρώγω τις σάρκες κάποιου («σαρκοφαγοῦσι τὰς ζώων σάρκας», Διόδ.)
2. φρ. «σαρκοφαγῶ μέλη» — κόβω σε κομμάτια, κατακόπτω (Ανθ. Παλ.).