ὑλωρός

Revision as of 13:00, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")

English (LSJ)

ὁ, (οὖρος (B)) A = ἀγρονόμος, forester, ranger, Arist.Pol.1321b30: cf. ὑληωρός.

German (Pape)

[Seite 1177] = ὑληωρός, Forstaufseher, Arist. pol. 6, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλωρός: ὁ, (οὗρος) = ἀγρονόμος, ὁ τοῦ δάσους φύλαξ, ἄρχων τις ἐπιτετραμμένος τὴν φυλακὴν τῶν δασῶν τοῦ δημοσίου, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 6, πρβλ. ὑληωρός.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
conservateur des forêts de l’État.
Étymologie: ὕλη, ὤρα.

Greek Monolingual

ο / ὑλωρός, ΝΑ, και ὑληωρός και ὑληώρης Α
(παλ. λόγιος όρος) ο φύλακας του δάσους, δασοφύλακας
αρχ.
άρχοντας στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξη τών δασών («καλοῦσι δὲ τοὺς ἄρχοντας τούτους, οἱ μὲν ἀγρονόμους, οἱ δὲ ὑλωρούς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -ωρός (βλ. λ. ορώ), πρβλ. θυρ-ωρός].

Greek Monotonic

ὑλωρός: ὁ (οὖρος), = ἀγρονόμος, δασοφύλακας, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ὑλωρός: ὁ смотритель лесных участков, лесничий Arst.

Middle Liddell

ὑλωρός, οῦ, ὁ, οὖρος = ἀγρονόμος
a forester, Arist.