ὑληωρός
From LSJ
ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
English (LSJ)
[ῡ], όν, (οὖρος (B)) watching the wood, of Pan and the Nymphs, A.R.1.1227, AP9.337 (Leon.): cf. ὑλωρός, ὑληρεύς.
German (Pape)
[Seite 1177] den Wald beaufsichtigend, Waldaufseher; Pan, Leon. Tar. 17 (IX, 337); Nymphen, Ap. Rh. 1, 1227, wo ὑλήωροι steht.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui surveille ou visite les forêts.
Étymologie: ὕλη, ὤρα.
Russian (Dvoretsky)
ὑληωρός: (ῡ) обходящий дозором леса (эпитет Пана) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ὑληωρός: -όν, (οὗτος) ὁ φύλαξ τῆς ὕλης, ἤτοι τοῦ δάσους, ἢ ὁ ἐν ταῖς ὕλαις διατρίβων, ἐπὶ τοῦ Πανὸς καὶ τῶν νυμφῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1127, Ἀνθ. Π. 9. 337. ΙΙ. ὑληώρης, ου, ὁ, = ὑλώδης, Νικ. Θηρ. 55.
Greek Monolingual
-όν, Α
βλ. υλωρός.
Greek Monotonic
ὑληωρός: -όν (οὖρος), δασοφύλακας, σε Ανθ.