πρόκοττα

Revision as of 19:00, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

πρόκοττα: ἢ προκόττα, ἡ, Δωρ. λέξις ἀντὶ προκόμιον, Πολυδ. Β΄, 29· «προκότταν· τὴν πρὸ τῆς κεφαλῆς τρίχωσιν· κοττὶς γὰρ παρὰ τοῖς Δωριεῦσιν ἡ κεφαλὴ λέγεται» Φώτ.· «εἶδος κουρᾶς· ἢ κεφαλῆς τρίχωμα» κτλ. Ἡσύχ., ἔνθα καὶ «προκοττίς· χαίτη».

Greek Monolingual

και προκόττα, ἡ, Α
(δωρ. τ.) το προκόμιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κοττίς «κεφαλή», κατά τα θηλ. σε -α].