εὔπυρος

Revision as of 08:49, 29 March 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, A fertile in corn, Poll.9.162.

German (Pape)

[Seite 1092] weizenreich, Poll. 9, 162.

Greek (Liddell-Scott)

εὔπῡρος: -ον, εὔφορος εἰς σῖτον, Πολυδ. Θ΄, 162.

Greek Monolingual

εὔπυρος, -ον (Α)
με άφθονα σιτηρά, σιτοφόρος («εὔπυροι λειμῶνες», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πυρός «σιτάρι»].