δοριτίνακτος

Revision as of 09:10, 7 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ί˘" to "ῐ́")

English (LSJ)

[τῐ], ον, A shaken by battle, αἰθήρ A.Th.155 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

δορῐτίνακτος: [τῐ], ον, τιναχθείς, .σεισθεὶς διὰ τῶν δοράτων, αἰθὴρ Αἰσχύλ. Θήβ. 155.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ébranlé par les lances : δοριτίνακτα δ’ αἰθὴρ ἐπιμαίνεται ESCHL l’air y répond par le sifflement furieux des lances qui l’ébranlent.
Étymologie: δόρυ, τινάσσω.

Greek Monolingual

δοριτίνακτος, -ον (Α)
«δοριτίνακτος αἰθήρ» — που σείστηκε από την κλαγγή τών όπλων (Αισχ.).

Greek Monotonic

δορῐτίνακτος: [τῐ], -ον (τινάσσω), αυτός που έχει τιναχθεί, σεισθεί σε κονταρομαχία, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δοριτίνακτος: сотрясаемый копьем (αἰθήρ Aesch.).

Middle Liddell

δορῐ-τῐ́νακτος, ον adj τινάσσω
shaken by battle, Aesch.