ἀμβλήδην

Revision as of 12:40, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

English (LSJ)

Adv., poet. for ἀναβλήδην (q. v.):—A with sudden bursts, ἀ. γοόωσα Il.22.476.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβλήδην: ἐπίρρ. ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀναβλήδην, ὅπερ δέν ἀπαντᾷ: (ἀναβάλλομαι) : - μετὰ αἰφνιδίων ἐκρήξεων, ἀθρόως, ἀμβλ. γόοωσα, Ἰλ. Χ. 476: πρβλ. ἀμβολάδην. ΙΙ. βραδέως, Ἄρατ. 1070.

French (Bailly abrégé)

poét. c. ἀναβλήδην.

English (Autenrieth)

(ἀναβάλλω): adv., with deep-fetched breath (= ἀμβολάδην), deeply, γοόωσα, Il. 22.476†. According to others, as prelude (ἀναβάλλομαι), at first.

Greek Monotonic

ἀμβλήδην: επίρρ. ποιητ. αντί ἀναβλήδην (ἀναβάλλομαι), με αιφνίδιες εκρήξεις, ἀμβλ. γοόωσα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμβλήδην: [ἀναβάλλομαι] adv. внезапно, сразу: ἀ. γοόωσα Hom. разразившись рыданиями.

Middle Liddell

poet. for ἀναβλήδην; ἀναβάλλομαι]
with sudden bursts, ἀμβλ. γοόωσα Il.