παραλείφω

Revision as of 17:20, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

English (LSJ)

A bedaub with ointment, τὰ βλέφαρα Ar.Ec.406; σιάλῳ π. τινά Arist.Rh.1407a8.

German (Pape)

[Seite 487] (s. ἀλείφω), daneben, an der Seite salben; σαυτοῦ παρ. τὰ βλέφαρα, Ar. Eccl. 406; Arist. rhet. 3, 4 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰλείφω: μέλλ. -ψω, ἀλείφω ὀλίγον, παραλείφειν τὰ βλέφαρα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 406· ὡς τὸ «πασαλείφω», ὁ Δημοκράτης εἴκασε τοὺς ῥήτορας ταῖς τίτθαις, ‛αἱ τῷ ψώμισμα καταπίνουσαι, τῷ σιάλῳ τὰ παιδία παραλείφουσι’ Ἀριστ. Ρητ. 3. 4, 3.

French (Bailly abrégé)

enduire le bord de, acc. ; en gén. enduire.
Étymologie: παρά, ἀλείφω.

Greek Monolingual

Α
αλείφω λίγο, πασσαλείφω.

Greek Monotonic

παρᾰλείφω: μέλ. -ψω, επαλείφω, απλώνω αλοιφή, πασαλείφω, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

παρᾰλείφω: подмазывать, обмазывать (τὰ βλέφαρα Arph.; σιάλῳ τινά Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-αλείφω insmeren.

Middle Liddell

fut. ψω
to bedaub as with ointment, Arist.