ἐκβόσκω

Revision as of 17:35, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

English (LSJ)

aor. ἐξεβόσκησα, A consume, τὰ ὑγρά Alex.Aphr.Pr.2.29 :— Med., ἐκβόσκομαι feed on, τι Nic.Th.803; absorb, ἰκμάδα Gal.1.517 : metaph. of grief, ὀδύνη ἐ. με Aristaenet.2.5.

German (Pape)

[Seite 755] (s. βόσκω), abweiden, verzehren, Sp. – Med., abweiden, στάχυν Nic. Th. 803; übertr., ἐκβόσκεταί με ὀδύνη Aristaen.

Greek Monolingual

ἐκβόσκω (Α)
1. κατατρώγω, καταναλώνω
2. μέσ. βόσκω
3. απορροφώ
4. (για θλίψη, οδύνες κ.λπ.) καταστρέφω, αρρωσταίνω κάποιον.