ἐκζεστός

Revision as of 17:40, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

English (LSJ)

όν, A boiled, τευτλίον Diph. Siph. ap. Ath. 9.371a; θρῖδαξ Did. ap. Aët. 9.42; hardboiled, ᾠά Alex. Trall. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκζεστός: -όν, βρασμένος ἐντελῶς, βραστός, τευτλίον ἢ σευτλίον Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 371Α.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
cocido, bien hervido σευτλίον Diph.Siph. en Ath.371a, ἀργῷ μαγείρῳ πάντα ἐκζεστά Aesop.Prou.146, χοιριδίων τὰς γλώσσας ... ἐκζεστὰς ... ἡτοίμασεν Vit.Aesop.G 51, θρίδακες Didymus en Aët.9.42, ὠά Alex.Trall.2.7.12.

Greek Monolingual

ἐκζεστός, -ή, -όν (AM)
βραστός
αρχ.
(για αβγά) ο βρασμένος ώστε να γίνει σφιχτός.