ἐπιψύχω

Revision as of 17:45, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

English (LSJ)

[ῡ], A cool, A.R.2.525, Ph.2.345, Plu.Sert.8. II Pass., take a chill afterwards, Hp.Mul.1.54; but ἐπιψυγῆναι to be cooled still more, Gal.11.567.

German (Pape)

[Seite 1006] abkühlen, γαῖαν ἐπιψύχουσιν ἐτήσιοι Ap. Rh. 2, 525; Plut. Sertor. 8; Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιψύχω: καθιστῶ τι ψυχρόν, «δροσερόν», γαῖαν ἐπιψύχουσιν ἐτήσιοι ἐκ Διὸς αὖραι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 525, Πλουτ. Σερτ. 8.

French (Bailly abrégé)

souffler sur ; rafraîchir, acc..
Étymologie: ἐπί, ψύχω.

Greek Monolingual

ἐπιψύχω (Α)
1. καθιστώ ψυχρό κάτι
2. παθ. ἐπιψύχομαι
α) κρυώνω, αισθάνομαι κατόπιν παγωμένος
β) κρυώνω ακόμη περισσότερο.

Greek Monotonic

ἐπιψύχω: [ῡ], ψύχω, δροσίζω, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιψύχω: (ῡ) остужать, охлаждать Plut.

Middle Liddell

to cool, Plut.