πάχης

Revision as of 08:50, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ;" to ";")

English (LSJ)

[ᾰ], ητος, ὁ, ἡ,, A fleshy, stout, Tz.H.9.305. II πάχητες· πλούσιοι, παχεῖς, Hsch.; cf. παχύς ΙΙ.

Greek (Liddell-Scott)

πάχης: -ητος, ὁ, ἡ, παχύς, πολύσαρκος, Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4. 7, 17, Τζέτζ. Ἱστ. 9, 304. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «πάχητες· πλούσιοι, παχεῖς».

Greek Monolingual

-ητος, ὁ, ἡ, ΜΑ
1. παχύς, παχύσαρκος
2. στον πληθ. πάχητες
παχείς, πλούσιοι, εύποροι (Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχύς + επίθημα -ης, -ητος κατά το πένης, -ητος].