πᾶσις
English (LSJ)
εως, ἡ, (πάομαι) A acquisition, possession, Hsch.; cj. in B.9.42; μοιριδία π. prob. for πρᾶσις in Philic. in Stud.Ital.9.44.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) κτήση, απόκτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πᾱ- του άχρηστου ενεστ. πάομαι «είμαι κύριος, αποκτώ» + κατάλ. -σις].