ἐριστέφανος

Revision as of 09:40, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "epith." to "epithet")

English (LSJ)

ον, A eminently crowned, epithet of Rhea, Rev.Ét. Gr.19.268 (Aphrodisias).

Greek Monolingual

ἐριστέφανος, -ον (Α) (ως επίθ. της Ρέας)
αυτός που φέρει στο κεφάλι ψηλό στέμμα, ανυψωμένο στεφάνι επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι- + στέφανος.