ἐριστέφανος

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριστέφᾰνος Medium diacritics: ἐριστέφανος Low diacritics: εριστέφανος Capitals: ΕΡΙΣΤΕΦΑΝΟΣ
Transliteration A: eristéphanos Transliteration B: eristephanos Transliteration C: eristefanos Beta Code: e)riste/fanos

English (LSJ)

ἐριστέφανον, eminently crowned, epithet of Rhea, Rev.Ét. Gr.19.268 (Aphrodisias).

Greek Monolingual

ἐριστέφανος, -ον (Α) (ως επίθ. της Ρέας)
αυτός που φέρει στο κεφάλι ψηλό στέμμα, ανυψωμένο στεφάνι επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι- + στέφανος.