evaporate
English > Greek (Woodhouse)
verb intransitive
dry up: P. and V. ξηραίνεσθαι. Met., P. and V. ἀπορρεῖν, διαρρεῖν, ἐξατμίζειν, ἐξατμίζω, ἀνατμίζομαι, ἀνικμάζω, ἀπατμίζω, διατμέω, διατμίζω, ἐξαεροῦμαι, ἐξατμιάω, ἐξατμιδόω, προσεκπνέω.
dry up: P. and V. ξηραίνεσθαι. Met., P. and V. ἀπορρεῖν, διαρρεῖν, ἐξατμίζειν, ἐξατμίζω, ἀνατμίζομαι, ἀνικμάζω, ἀπατμίζω, διατμέω, διατμίζω, ἐξαεροῦμαι, ἐξατμιάω, ἐξατμιδόω, προσεκπνέω.