οἰκοσκοπικόν

Revision as of 05:52, 29 June 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

τό,
A observation of an omen at home, An.Ox.4.240.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοσκοπικόν: τό, παρατήρησις οἰωνοῦ κατ’ οἶκον, Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 240.

Greek Monolingual

οἰκοσκοπικόν, τὸ (Α)
παρατήρηση οιωνού στο σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + σκοπῶ].