βήλημα

Revision as of 09:20, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

English (LSJ)

(i.e. ϝηλ-), ατος, τό, A = κώλυμα, φράγμα ἐν ποταμῷ (Lacon.), Hsch., cf. IG5(1).1390.104 (Andania).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
mota, represa μήτε [τὸ β] ήλημα μήτε τοὺς ὀχετοὺς μήτε ἄν τι ἄλλο κατασκευασθεῖ IG 5(1).1390.104 (Andania, Mesenia I a.C.), cf. Hsch.
• Etimología: De Ϝήλημα a partir de εἰλέω < Ϝελνέω q.u.

Frisk Etymological English

Meaning: κώλυμα, φράγμα ἐν ποταμῳ̃. Λάκωνες H.
Origin: see εἴλω
Etymology: To Messen. ἤλημα. - From *Ϝέλ-νημα, s. εἴλω and ἁλής.

Frisk Etymology German

βήλημα: {bḗlēma}
Meaning: κώλυμα, φράγμα ἐν ποταμῳ̃. Λάκωνες H.
Etymology : Dazu messen. ἤλημα. — Aus *ϝέλνημα, s. εἴλω und ἁλής.
Page 1,233