φράγμα

From LSJ

τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φράγμα Medium diacritics: φράγμα Low diacritics: φράγμα Capitals: ΦΡΑΓΜΑ
Transliteration A: phrágma Transliteration B: phragma Transliteration C: fragma Beta Code: fra/gma

English (LSJ)

-ατος, τό, (φράσσω)
A fence, breastwork, screen, Hdt.8.52, Pl.Plt.279d (pl.); protection, τοῖς ἕλκεσι Gal.15.343; boom placed in a harbour, Aen.Tact.37.8.
b contrivance for catching fish, Str. 17.2.5.
2 generally, defence, means of defence, μετώπων φράγματα, of a stag's horns, AP6.110 (Leon. or Mnasalc.); of the ink of the sepia, Arist.PA679a6; of the eyelids, Id.de An.421b29.

German (Pape)

[Seite 1302] τό, 1) das Eingeschlossene, Verzäunte, Beschützte. – 2) ein Einschluß, Zaun, Hecke; Her. 8, 52; Plat. Polit. 279 b; – auch Bedeckung, Sp.; – μετώπων, das Hirschgeweih, Leon. Tar. 32 (VI, 110).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
clôture, palissade, retranchement, défense.
Étymologie: φράσσω.

Russian (Dvoretsky)

φράγμα: ατος τό φράσσω
1 ограждение, вал Her.;
2 оборонительное оружие, защитное средство: τὰ μὲν πρὸς τὸν πόλεμον ὁπλίσματα, τὰ δὲ φράγματα Plat. оружие для войны и средства защиты; τὰ ὄμματα ἔχει φ. τὰ βλέφαρα Arst. глаза снабжены, в качестве защиты, веками.

Greek (Liddell-Scott)

φράγμα: τό (φράσσω) φραγμός, φράκτης, πρόφραγμα, Ἡρόδ. 8. 52, Πλάτ. Πολιτικ. 279D. 2) καθόλου, ἀμυντήριον, φρ. μετώπων, ἐπὶ τῶν κεράτων ἐλάφου, Ἀνθ. Π. 6. 110· ἐπὶ τοῦ μέλανος ὑγροῦ τῆς σηπίας, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 4. 5, 12· ἐπὶ τῶν βλεφάρων, ὁ αὐτ. περὶ Ψυχῆς 2. 9, 13.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και φάργμα και φάρχμα Α
φράχτης, περίφραξη
νεοελλ.
1. φραγμός, εμπόδιο
2. κατασκευή για παρεμπόδιση της ροής του νερού, για μεταβολή του ρου ρεόντων υδάτων ή για τη δημιουργία ταμιευτήρων, υδροφράκτης, υδατοφράκτης
3. φρ. α) «φράγμα συνόλου»
μαθημ. αριθμός περατούμενου συνόλου, μεγαλύτερος ή μικρότερος του οποίου δεν υπάρχει στο σύνολο αυτό
β) «φράγμα αεροστάτων»
στρ. προστατευτικό φράγμα από αερόστατα για να εμποδίζεται η πτήση εχθρικών αεροπλάνων
γ) «φράγμα ασφαλείας»
(ναυτ.-στρ.) δίχτυ κάθετο προς το κατάστρωμα αεροπλανοφόρου για να συγκρατεί αεροπλάνο που τυχόν θα υποστεί βλάβη στο σύστημα αγκίστρωσής του
δ) «φράγμα δυναμικού»
(πυρην.-φυσ.) το δυναμικό ενός πεδίου δυνάμεων το οποίο αντιτίθεται στη διέλευση μέσα από μια ορισμένη περιοχή του πεδίου τών σωματιδίων που υπόκεινται σ' αυτές τις δυνάμεις
ε) «φράγμα ήχου»
(αερον.) κρίσιμη ζώνη ταχύτητας μέσα στη διηχητική περιοχή, κατά την οποία τα κύματα κρούσης αυξάνουν σημαντικά την οπισθέλκουσα
στ) «φράγμα πυρός»
στρ. φραγμός πυρός
ζ) «οπτικό φράγμα» ή «φράγμα περίθλασης» ή, απλώς, «φράγμα»
φυσ. στοιχείο ορισμένων οπτικών διατάξεων αποτελούμενο από μια επιφάνεια η οποία φέρει πυκνές ισαπέχουσες και παράλληλες χαραγές και επιτρέπει την ανάλυση του φωτός
αρχ.
καθετί που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο άμυνας ή προφύλαξης, λ.χ. τα βλέφαρα για τα μάτια, το μελάνι για τη σουπιά κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φραγ- του φράζω (ΙΙ) (πρβλ. φραγμός) + κατάλ. -μα (πρβλ. πρᾶγμα). Για την εναλλαγή φρα- / φαρ στο θ., βλ. λ. φράζω (II)].

Greek Monotonic

φράγμα: -ατος, τό (φράσσω
1. φράγμα, φράκτης, παραπέτασμα, σε Ηρόδ., Πλάτ.
2. γενικά, προστασία, φράγμα μετώπων, λέγεται για τα κέρατα του ελαφιού, σε Ανθ.

Middle Liddell

φράγμα, ατος, τό, φράσσω
1. a fence, breast-work, screen, Hdt., Plat.
2. generally a defence, φρ. μετώπων of a stag's horns, Anth.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό φράγνυμι -φράσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

fence

Aari: gurdá; Albanian: gardh; Amharic: አጥር; Arabic: سُور‎, سِيَاج‎; Aragonese: barana; Armenian: ցանկապատ, չափար; Assamese: বেৰা, জেওৰা; Azerbaijani: hasar, çəpər, barı, sədd, divar; Bashkir: ҡойма; Basque: hesi; Belarusian: плот, агароджа, паркан, тын; Bengali: বেড়া; Bikol Central: kudal; Breton: peulgae; Bulgarian: ограда, плет; Burmese: စည်း, အကာ, ခြံစည်းရိုး; Catalan: tanca, barrera; Chechen: керт; Chinese Mandarin: 籬笆, 篱笆, 柵欄, 栅栏; Chuukese: tit; Cornish: ke, kloos; Czech: plot, ohrada, oplocení; Danish: hegn; Dutch: hek, omheining; Esperanto: barilo; Estonian: tara; Faroese: girðing; Finnish: aita; French: clôture, cloison; Galician: valo, cerrume; Georgian: ღობე, გალავანი; German: Zaun, Hag, Fence,) Fenz; Alemannic German: Haag; Greek: φράχτης, περίφραξη, μάντρα; Ancient Greek: φραγμός, ἕρκος; Greenlandic: ungaloq; Hausa: shinge; Hebrew: גָדֵר‎; Higaonon: alad; Hindi: बाड़; Hungarian: kerítés; Icelandic: girðing; Indonesian: pagar; Irish: fál, sconsa, claí, airbhe; Italian: recinto, steccato, palizzata, cinta, siepe, barriera, riparo; Japanese: 柵, 塀, 囲い, 垣根, 垣; Javanese: pager; Kannada: ಬೇಲಿ; Kazakh: дуал, қаша; Khmer: ចំណារ, រ; Korean: 울타리, 담; Kurdish Central Kurdish: پەرژین‎; Kyrgyz: кашаа, дубал; Lao: ຮົ້ວ; Latin: saepes; Latvian: žogs, sēta; Lithuanian: tvora; Macedonian: ограда, плет, плот; Malay: pagar; Malayalam: വേലി; Mansaka: arad; Manx: cleigh; Maori: taiapa, taiepa; Maranao: alad; Moksha: перяфкс; Mongolian: хашаа, хайс; Norman: cllôture d'bouais, cliôthuthe; Norwegian Bokmål: gjerde; Nynorsk: gjerde; Old Church Slavonic Cyrillic: плотъ; Old English: heġe; Oromo: dallaa, kellaa; Ossetian: ӕмбонд; Pennsylvania German: Fenz; Persian: حصار‎, دیوار‎, فنس‎; Plautdietsch: Tun; Polish: płot, ogrodzenie; Portuguese: cerca; Quechua: pirqa; Romanian: gard, îngrăditură; Romansch: saiv; Russian: забор, изгородь, ограда, ограждение; Scottish Gaelic: callaid; Serbo-Croatian Cyrillic: ограда, плот; Roman: ograda, plot; Sidamo: huxxa; Sinhalese: වැට; Slovak: plot, ohrada, oplotenie; Slovene: ograja; Sorbian Lower Sorbian: płot; Upper Sorbian: płot; Spanish: cerca, cerramiento, barda, valla, seto; Swahili: ua; Swedish: staket, stängsel; Tagalog: bakod; Tajik: девор, ҳисор; Tamil: வேலி; Tatar: койма; Telugu: కంచె, దడి; Thai: รั้ว; Tigrinya: ሓጹር; Tok Pisin: banis; Turkish: çit, duvar, çeper; Turkmen: haýat, aýmança; Ugaritic: 𐎂𐎄𐎗𐎚; Ukrainian: паркан, огорожа, тин, пліт; Urdu: باڑ‎; Uyghur: قاشا‎; Uzbek: devor, toʻsiq; Vietnamese: hàng rào; Vilamovian: caojn; Walloon: cloteure, håye di ronxhes; Welsh: ffens; Yiddish: פּלויט‎