βαθύπλουτος

Revision as of 09:25, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

English (LSJ)

ον, A exceeding rich, exceedingly rich, extremely rich, immensely rich, ultrarich, superrich, filthy rich ζωά B.3.82; χθών A.Supp.554 (lyr.); Εἰρήνα E.Fr.453, copied by Ar.Fr.109; of persons, Ph.1.635, Alciphr.3.10; β. κατασκευαὶ οἰκιῶν D.H.20.4.

German (Pape)

[Seite 424] sehr reich, χθών Aesch. Suppl. 549; εἰρήνη Eur. frg. Cresph. IV, 1; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύπλουτος: -ον, καθ’ ὑπερβολὴν πλούσιος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 555, Εὐρ. Ἀποσπ. 462, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163· πρβλ. βαθυκτέανος, βάθος 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
profondément, càd immensément riche.
Étymologie: βαθύς, πλοῦτος.

Spanish (DGE)

(βᾰθύπλουτος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de abundante y sólida riqueza, opulento ζωὰν βαθύπλουτον τελεῖς B.3.82, χθών A.Supp.554, cf. Fr.451g.3, εἰρήνα E.Fr.4.104O.M., Ar.Fr.111, cf. Epigr.Adesp.SHell.977.5, κατασκευὰς οἰκιῶν ... βαθυπλούτους ὁρῶν D.H.20.4, χρυσοῖο βαθυπλούτοιο κολοσσοί Orác. en ZPE 7.1971.198.2 (Dídima III d.C.)
de pers., Ph.1.635, Alciphr.2.2.1, κραδίη AP 16.40 (Crin.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM βαθύπλουτος, -ον)
πολύ πλούσιος.

Greek Monotonic

βᾰθύπλουτος: -ον, υπερβολικά πλούσιος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

βαθύπλουτος:
1) чрезвычайно богатый (χθών Aesch.);
2) приумножающий богатства (εἰρήνη Eur., Arph.).

Middle Liddell

exceeding rich, Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαθύπλουτος -ον βαθύς, πλοῦτος overvloedig rijk, met overvloedige rijkdom.