ἁρμασίδουπος

Revision as of 10:45, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

English (LSJ)

[ῐ], ον, A sounding in the chariot, Pi.Fr.17.

German (Pape)

[Seite 355] Pind. Eustath., = ἁρματόκτυπος.

English (Slater)

ἁρμασίδουπος ?
   1 ringing with the sound of chariots test., Eustath., proem. Pind., 16 καὶ ἁρμασιδούπους (sc. καλεῖ ὁ Πίνδαρος) τοὺς ἱππικωτάτους fr. 17.

Spanish (DGE)

(ἁρμᾰσίδουπος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
resonante por el estrépito de los carros Pi.Fr.17.

Greek Monolingual

ἁρμασίδουπος, -ον (Α)
αυτός που τρέχει θορυβωδώς με το άρμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμασι (τ. τοπικής πληθ.) + δούπος «θόρυβος»].

Russian (Dvoretsky)

ἁρμᾰσίδουπος: оглашающий стуком колесниц (οἱ ἱππικώτατοι Pind.).