ἁλίβρεκτος

Revision as of 10:45, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

English (LSJ)

ον, A washed by the sea, AP7.501 (Pers.), Nonn.D.1.96.

German (Pape)

[Seite 96] meerbenetzt, πέτρου πρόπους Pers. 8 (VII, 501); öfter Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίβρεκτος: -ον, ὁ βρεχόμενος ὑπὸ τῆς θαλάσσης, Ἀνθ. Π. 7. 501. Νόνν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mouillé par l’eau de mer.
Étymologie: ἅλς¹, βρέχω.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
bañado por el mar πρόπους AP 7.501 (Pers.), Nonn.D.1.96.

Greek Monolingual

-ον (Α ἁλίβρεκτος)
ο βρεχόμενος από θάλασσα, θαλασσόβρεχτος, αλίβροχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + βρεκτὸς < βρέχω].

Greek Monotonic

ἁλίβρεκτος: -ον (ἅλς, βρέχω), αυτός που βρέχεται από την θάλασσα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλίβρεκτος: омываемый морем (πέτρου πρόπους Anth.).

Middle Liddell

[ἅλς, βρέχω
washed by the sea, Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἁλίβρεκτος -ον ἅλς, βρέχω door de zee bespoeld.