νήκεστος

Revision as of 11:55, 26 July 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, (νη-, ἀκέομαι) A incurable, neut. as Adv., incurably, ὅς κε… νήκεστον ἀασθῇ ib. 283.

German (Pape)

[Seite 251] unheilbar (ἀκεστός), Hes. O. 285.

Greek (Liddell-Scott)

νήκεστος: -ον, (νη-, ἀκέομαι) ἀνίατος, οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἀνιάτως, ὅς κε... νήκεστον ἀασθῇ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 281.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
incurable.
Étymologie: νη-, ἀκέομαι.

Greek Monolingual

νήκεστος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν θεραπεύεται, ο ανίατος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) νήκεστον
ανίατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + ἀκεστός (< ἀκέομαι «θεραπεύω»), πρβλ. ευ-άκεστος].

Greek Monotonic

νήκεστος: -ον (νη-, ἀκέομαι), αθεράπευτος· το ουδ. ως επίρρ., αθεράπευτα, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

νήκεστος: неисцелимый, неизлечимый: νήκεστον HH (v. l. μήκιστον), Hes. неисцелимо.

Middle Liddell

νή-κεστος, ον, [νη-, ἀκέομαι
incurable, neut. as adv. incurably, Hes.