νη-
ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration
English (LSJ)
neg. Prefix used in poet. words, combining with short α, ε or o, as in νηλεής, νήριθμος, νήκεστος, νήνεμος, νηπελέω, νῆστις, νωδός, νώδυνος, or before consonants, as in νηκερδής, νήκερως, νηπαθής, νηπενθής, νήποινος. (Cf. Lat. nè- η arises from I.-E. contraction and is used by analogy in combination with consonants.)
Greek (Liddell-Scott)
νη-: ἀρνητικὸν προθετικὸν μόριον τιθέμενον ὁτὲ μὲν πρὸ βραχέος φωνήεντος ὡς νῆϊς, ὁτὲ δὲ πρὸ συμφώνου, ὡς νηκερδής, νήκερως, νηκηδής, νηπαθής, νηπελέω, νηπενθής, νήποινος, κτλ.: πρβλ. Λοβ. Φρύν. 710. Ἀλλὰ τὸ μόριον τοῦτο διέμεινε ποιητικόν. Πρβλ. Σανσκρ. na, nô (non), nêd (ne)· Λατιν. nĕ, (ἐν τῷ nefas κτλ.), nē- (ἐν τῷ nequam, κτλ.), ni- (nimirum, nisi), nē, non· Γοτθ. ni (οὐ, μή)· Ἀρχ. Γερμ. ne, nein, κτλ.· ὅρα ἀν-, ἄνα-.
Greek Monolingual
νη-, ν-, νε-, νω-, να- (Α)
ανάγεται σε ΙΕ στερητικό πρόθημα ne-, που εμφανίζεται κυρίως στη συνεσταλμένη του βαθμίδα n-, η οποία έδωσε στην Ελληνική και το στερητικό πρόθημα α-. Σε άλλες ΙΕ γλώσες η απαθής βαθμίδα ne- χρησιμοποιήθηκε ως ανεξάρτητο αρνητικό μόριο σε επίπεδο φράσεως (πρβλ. αρχ. ινδ. na, λατ. ne). Στην αρχ. ελλ. δεν εμφανίζεται παρά μόνο εν συναιρέσει σε συνδυασμό με θέματα που άρχιζαν από φωνήεν ε-, ο- ή α-. Οι συναιρέσεις αυτές, που θεωρούνται πολύ προγενέστερες από τις γνωστές συναιρέσεις της ελλ. ανήκοντας στους προϊστορικούς χρόνους, έδωσαν τύπους από νη- (πρβλ. νήκεστος < νε- + ἄκος), νω- (πρβλ. νώδυνος < νε- + ὀδύνη) ή νᾱ- (πρβλ. νᾱμερτής < νε- + ἁμαρτάνω), αντιστοίχως. Οι τ. από νη- δημιούργησαν αυτοτελές αρνητικό πρόθημα νη-, που εμφανίζεται και προ θ. από σύμφωνο (πρβλ. νήκερως, νήφρων). Πολλά σύνθ., εξάλλου, εμφανίζουν παράλληλους τ. με το στερητικό πρόθημα α- (πρβλ. νήκεστος / ανήκεστος, νώδυνος / ανώδυνος, νήνεμος / ανήνεμος).
ΣΥΝΘ. νήνεμος
αρχ.
νήγρετος, νηδεής, νήις (Ι), νήις (ΙΙ), νηκερδής, νήκερως, νήκεστος, νηκηδής, νήκουστος, νηλεγής, νηλείτις, νήλευστος, νηλιφής, νήλωπος, νημερτής, νημηθής, νηπαθής, νήπαυστος, νήπεκτος, νηπελέω, νηπενθής, νηπευθής, νήπλεκτος, νήπλυτος, νήποινος, νήποτμος, νήπους, νήπυστος, νήριθμος, νήριστος, νήτιτος, νητρεκής, νήυτμος, νήφρων.
Middle Liddell
negat. Prefix, being a stronger form of ἀνα- privat., combined with short vowels, as in νηλεής, νήριθμος, νήκεστος, νήνεμος, or before consonants, as in νηκερδής, νηπενθής, νήποινος.
Frisk Etymology German
νη-: {nē-}
Forms: dor. να-
Meaning: privatives Präfix in νηκερδής nutzlos, νηπενθής ‘kummerlos, -stillend’ u.a. (ep. poet. seit Il.).
Etymology: Durch Analogie nach νηλεής, νήνεμος u.a. gebildet, die zunächst für νηλεής, νήνεμος mit gedehntem Anlaut des Hinterglieds stehen (können), aber letzten Endes wohl die Satznegation *ne enthalten; s. νῆϊς, νῆστις. Vgl. das Privativsuffix ἀ-.
Page 2,313