ἐξάμειψις
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ, A alternation, Plu.2.426d (pl.).
German (Pape)
[Seite 867] ἡ, Vertauschung, Veränderung, αἱ κατ' οὐρανὸν καὶ περίοδοι, Wechsel, Plut. defect. orac. 30.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάμειψις: -εως, ἡ, ἀλλαγή, μεταβολή, ταῖς κατ’ οὐρανὸν ἐξαμείψεσι Πλούτ. 2. 426D·
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
changements successifs, évolution périodique.
Étymologie: ἐξαμείβω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
alternancia de los cuerpos celestes τῶν φαινομένων ... ταῖς κατ' οὐρανὸν ἐξαμείψεσι καὶ περιόδοις Plu.2.426d.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
ἐξάμειψις: εως ἡ смена, чередование (αἱ κατ᾽ οὐρανὸν ἐξαμείψεις Plut.).