εξαμείβω

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source

Greek Monolingual

ἐξαμείβω (AM) αμείβω
1. αλλάζω, μεταβάλλω («ἐξαμειβούσης ἄλλην ἄλλοτε χρόαν», Πλούτ.)
2. μεσ. παίρνω τη θέση άλλου («ἔργου δ' ἔργον ἐξημείβετο», Ευρ.)
3. διαδέχομαι, ανταλλάσσω («φόνῳ φόνος ἐξαμείβων», Ευρ.)
4. διαβαίνω από έναν τόπο
αρχ.
1. αποσύρομαι, φεύγω
2. ανταμείβω, ανταποδίδω («κακοῖσι ποιναῖς ταῖσδέ μ' άντημείψατο», Αισχύλ.).