αφού

Revision as of 08:23, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(σύνδ. χρον. και αιτιολ.)
1. (για το παρελθόν) αμέσως έπειτα από κάτι που συνέβη, από τη στιγμή που...
2. (για το μέλλον) ύστερα από κάτι που θα συμβεί
3. (αιτιολ.) εφόσον, επειδή, μια και
4. (με εναντιωματική σημ.) ενώ, αν και, εφόσον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από συνεκφορά των αφ' ου < από + ου (γεν. της αναφορικής αντωνυμίας ος) πρβλ. εξ ου].