or γλοιά, ἡ, A = γλία, glue, Hsch.
γλοία: ἢ γλοιά, ἡ, = γλία, κόλλα, Ἡσύχ.
και γλία, η (AM γλία, Α και γλοία και γλοιά)κόλλα, κολλώδης ουσία·