και διώχτωβλ. διώκω.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. διώχνω μεταπλασμένος ενεστώτας < εδίωξα, αόρ. του διώκω, κατά τα ρήματα σε -νω (πρβλ. δείχνω-έδειξα, ψάχνω-έψαξα)ο τ. διώχτω αναλογικά προς τα σκάφτω, ράφτω].