-έωχορηγώ σε κάποιον το δικαίωμα να ενεργήσει για λογαριασμό μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξουσία + -δοτώ (< δίδωμι, πρβλ. επι-δοτώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικό Νομοτεχνικό Ιταλοελληνικό].