-η, -ο (ΑΜ εὔσωμος, -ον)αυτός που έχει καλή σωματική διάπλασηνεοελλ.σωματώδης, μεγαλόσωμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σωμος (< σώμα) πρβλ. μεγαλό-σωμος, τρί-σωμος].