εὔσωμος

From LSJ

νὴ Δί᾿, ὦ φίλη γύναι, λεγε → yes, dear lady, speak | yes, dear lady, do speak up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔσωμος Medium diacritics: εὔσωμος Low diacritics: εύσωμος Capitals: ΕΥΣΩΜΟΣ
Transliteration A: eúsōmos Transliteration B: eusōmos Transliteration C: eysomos Beta Code: eu)/swmos

English (LSJ)

εὔσωμον, sound in body, EM105.46. εὐσωπία· ἡσυχία, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

εὔσωμος: -ον, εὔρωστος τὸ σῶμα, εὔσαρκος, κοινῶς «γεμᾶτος» Ἐτυμολ. Μ. 105. 46.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔσωμος, -ον)
αυτός που έχει καλή σωματική διάπλαση
νεοελλ.
σωματώδης, μεγαλόσωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σωμος (< σώμα) πρβλ. μεγαλόσωμος, τρίσωμος].

German (Pape)

wohlbeleibt, Vetera Lexica.