ἡμισαπής, -ές (Α)αυτός που έχει σαπίσει κατά το ήμισυ, ο μισοσαπισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -σαπής (< σήπομαι «σαπίζω»), πρβλ. ακρο-σαπής, α-σαπής].