Ὄττω τις ἔραται → Whatever one loves best | Whom you desire most
ἡμισαπής, -ές (Α)αυτός που έχει σαπίσει κατά το ήμισυ, ο μισοσαπισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -σαπής (< σήπομαι «σαπίζω»), πρβλ. ακροσαπής, ασαπής].