ἡρωολογῶ, -έω (Α)διηγούμαι περί ηρώων, μιλώ για ήρωες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως, -ωος + -λογώ (< -λογος < λόγος), πρβλ. δοξο-λογώ, υμνο-λογώ].