ηρωολογώ
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
ἡρωολογῶ, -έω (Α)
διηγούμαι περί ηρώων, μιλώ για ήρωες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως, -ωος + -λογώ (< -λογος < λόγος), πρβλ. δοξολογώ, υμνολογώ].