θαλασσόχρωμος

Revision as of 09:33, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

-η, -ο και θαλασσόχρους, -ουν
αυτός που έχει το χρώμα της θάλασσας, γαλαζοπράσινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. μονό-χρωμος, πολύ-χρωμος].

English

sea-coloured, sea-colored