θαλαμοειδής

Revision as of 09:33, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

-ές
αυτός που έχει σχήμα θαλάμου («θαλαμοειδείς τάφοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + -ειδής (< είδος), πρβλ. αψιδο-ειδής, σπηλαιο-ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Δημ. Γουζέλη].