-έςαυτός που έχει σχήμα θαλάμου («θαλαμοειδείς τάφοι»).[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + -ειδής (< είδος), πρβλ. αψιδο-ειδής, σπηλαιο-ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Δημ. Γουζέλη].